φτασμένος

φτασμένος
-η, -ο
1. ενήλικος, ακμαίος.
2. αυτός που αποκαταστάθηκε πολύ καλά σε αξιοζήλευτη κοινωνική ή επιστημονική θέση, ο αναγνωρισμένος: Φτασμένος γιατρός. – Οι φτασμένοι λίγο προσέχουν τους φτωχούς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φτασμένος — η, ο, Ν βλ. φθάνω …   Dictionary of Greek

  • φτάνω — (σπάν. φθάνω), έφτασα (σπάν. έφθασα), φτασμένος βλ. πίν. 1 (και ως απρόσ. φτάνει) Σημειώσεις: φτάνω : η μτχ. φτασμένος χρησιμοποιείται κυρίως με την ειδική έννοια → πετυχημένος και αναγνωρισμένος στον τομέα του (π.χ. φτασμένος καλλιτέχνης) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φθάνω — ΝΜΑ, και φτάνω Ν, και φθάζω ΜΑ 1. (για πρόσ. και πράγμ.) καταλήγω εκεί όπου κατευθύνομαι, έρχομαι κάπου (α. «τί ώρα θα φτάσουμε στο νησί;» β. «μέχρι εδώ φτάνει η μυρουδιά τών λουλουδιών» γ. «φθάσε σήμερον γοργὸν νὰ πᾷς στὸν μύλον», Πρόδρ. δ.… …   Dictionary of Greek

  • φτάνω — έφτασα, φτασμένος 1. αμτβ., βρίσκομαι τελικά εκεί όπου πήγαινα ή όπου με πήγαν, στον προορισμό μου ή σε ορισμένο σημείο της διαδρομής μου, έρχομαι κάπου: Φτάσαμε στην Τήνο. 2. είμαι κοντά, κοντεύω να έρθω, πλησιάζω, προσεγγίζω: Σε λίγο φτάνει το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γινωμένος — και γενωμένος, η, ο 1. τελειωμένος 2. ώριμος (για καρπούς), φτασμένος σε πλήρη ανάπτυξη (για το σώμα). [ΕΤΥΜΟΛ. < γίνω, υποτ. τού αορ. έγινα τού ρ. γίνομαι] …   Dictionary of Greek

  • Λίτσας, Δημήτριος — (Σπέτσες 1883 – Αλεξάνδρεια 1952). Ζωγράφος. Θεωρείται ο κορυφαίος ζωγράφος που ανέδειξε ο ελληνισμός της Αιγύπτου, μετά τον Κωνσταντίνο Παρθένη. Απόφοιτος της Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας, έζησε για ένα διάστημα στη Σμύρνη και στην… …   Dictionary of Greek

  • Μπράνα, Κένεθ — (Kenneth Branagh, Μπέλφαστ 1960 –). Ιρλανδός ηθοποιός, σκηνοθέτης, παραγωγός, σεναριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Από τα μεγαλύτερα ταλέντα της γενιάς του, πολλοί τον συνέκριναν στο ξεκίνημά του ακόμα και με τον σερ Λόρενς Ολίβιε ή τον Όρσον… …   Dictionary of Greek

  • είμαι — είσαι, είναι, είμαστε, είστε, είναι, μτχ. όντας, πρτ. ήμουν, ήσουν, ήταν, ήμαστε, ήσαστε, ήταν (οι άλλοι χρόνοι αναπληρώνονται από τα ρ. υπάρχω, γίνομαι)· όταν η προηγούμενη λέξη είναι οξύτονη φωνηεντόληκτη, συχνά οι τύποι του ενεστ. και του πρτ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”